- ὅσονπερ
- ὅσον , ὅσοςas great asmasc acc sgὅσον , ὅσοςas great asneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… … Dictionary of Greek
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek